Το ταξίδι προς το κέντρο : η πρόκληση του βουητού [part 3]
/Φτάσατε στο κέντρο. Όχι εύκολα, αλλά φτάσατε.
Τουλάχιστον αυτό πιστεύεις. Μπορείς να ξέρεις σίγουρα;
Αυτά που βλέπουν τα μάτια σου πάντως είναι πανέμορφα. Είναι ακόμα πιο όμορφα από τι περίμενες.
Αλλά.
Αλλά κάτι σε σταματάει. Το κεφάλι σου βουίζει, δεν ξέρει γιατί.
Η μικρή έμαθε να τρέχει μόλις κατέβηκε από τη βάρκα.
Και εσύ έμαθες να την αφήνεις να εξερευνάει. Την προστατεύεις το λιγότερο δυνατόν, για να βρει τα δικά της όρια. Πέφτει και σηκώνεται. Παίζει με τα παιχνίδια της. Το χώμα, τα Λουλούδια, οι μέλισσες, τα πουλιά, τα φυτά, τα ξύλα, τα φύλλα.
Δεν βαριέται σχεδόν ποτέ. Και όταν κάποτε βαριέται, τα ανακατεύει όλα μαζί και φτιάχνει κάτι άλλο. Έφτιαξε δικό της σχολείο : κάνει πειράματα, ρισκάρει και μαθαίνει.
Σου δείχνει αυτά τα λουλούδια. Σου δείχνει αυτό το φύλλο σαν χέρι, αυτό το σύννεφο που μοιάζει με μαϊμού. Μεγαλώνει, Θέλει να σου μάθει πράγματα.
Θέλει να σου δείχνει ότι βλέπει αυτή, σαν παιδί, ότι δεν είχες δει.
Γιατί αυτή βλέπει το κρυμμένο πάθος στο κάθε τι.
- Η παπαρούνα είναι τόσο κόκκινη, μαμά.
- Αυτό το πουλί στέκεται στο ένα πόδι και δεν πέφτει, μαμά
- Ζωγραφίζω στην άμμο με το δάκτυλό μου και με γαργαλάει, μαμά.
Είναι στο τώρα και είσαι στο μετά.
Είναι στο πάθος και είσαι στα λογικά.
Το κεφάλι σου βουίζει. Και είναι κάτι που ακούς μόνο εσύ.
Τι θα φάτε; Που θα κοιμηθείτε. Θα κρυώσει έτσι όπως παίζει με τa νερά... Έδεσες καλά την βάρκα το πρωί; Θα είναι καλή η ψάρια του μπαμπά σήμερα; Θα φάει ψάρι αυτή τη φορά η μικρή; Και εάν δεν φάει, θα πρέπει να τη πιέσεις ή να της φτιάξεις κάτι άλλο; Θα μπορείς να τη κάνεις μπάνιο στο ποτάμι ή θα είναι υπερβολικά παγωμένο; Και τι ώρα θα πρέπει να κοιμηθεί το βράδυ αφού δεν κοιμήθηκε το μεσημέρι;
Που και που, σημειώνεις γράμματα σε ένα χαρτί. Για να μη ξεχάσεις, για να βάλεις τάξη, δεν ξέρεις γιατί, για μετά.
-Μαμά! Κοιτά αυτό το πουλί μπροστά μας. Είναι τόσο αστείος. Κοίτα κοίτα!
-Πού είναι;
-Μπροστά σου μαμά, δεν το βλέπεις ;;
Το βλέπεις το πουλί; Όχι, το έχασες, πέταξε. Πάει η στιγμή.
Βουίζει. Βουίζει. Πότε θα σταματήσει; Και πώς;
- Mαμά, δεν είσαι μαζί μου, πού είσαι; Γιατί δεν είδες το πουλί; Μου φαίνεται, κάποιες φορές, δεν έχεις μάτια.
- Έχω μάτια. Γιατί το λες αυτό;
-Ναι έχεις αλλά δεν βλέπουν τίποτα γιατί δεν βλέπουν με την καρδιά. Πρέπει να βλέπεις με την καρδιά μαμά.
- Έχεις δίκιο... μικρή μου πριγκίπισσα...
-Κρίμα που δεν είδες το πουλί!
Την παίρνεις αγκαλιά αλλά σε αφήνει γρήγορα.
Βουίζει. Αλλά ξέρεις ότι μπορείς να νικήσεις.
- Mαμά ήρθε πάλι! Κοιτά τώρα πως είναι! Μη το χάσεις αυτή τη φορά.