«Από πού είσαι;»
Η νούμερο 1 ερώτηση που μου κάνανε 5000+ φορές ως παιδί στην Ελλάδα στις καλοκαιρινές διακοπές.
- «Η Μαμά μου είναι Γαλλίδα, ο Μπαμπάς μου είναι Έλληνας αλλά μένω Βρυξέλλες.»
- «Είμαι ξένη» έπρεπε να απαντήσω. Γιατί η ταμπέλα είχε κολλήσει. Μόλις άνοιγα το στόμα μου με την προφορά όλοι καταλάβαιναν. Κι εγώ ένιωθα διαφορετική, λιγότερο αποδεκτή κάπως.
Όταν ήμουν τυχερή τελείωνε εκεί η συζήτηση. Στη χειρότερη με ρώταγαν αν οι Βρυξέλλες ήταν στην Γαλλία και απάνταγα τότε με σοκ αλλά ευγενικά ότι είναι στο Βέλγιο και ότι βρέχει παραπάνω εκεί, περίπου 300 μέρες το χρόνο. Και αυτό ήταν. Μια γεωγραφική μετεωρολογική πιρουέτα τελικά.
9/10 όμως έπεφτε καπάκι η δεύτερη ερώτηση:
«Πού είναι πιο ωραία; Στην Γαλλία ή στην Ελλάδα;»
Η νούμερο 2 ερώτηση που μου κάνανε 5000+ ως παιδί.
Και εγώ απανταγα τότε : “είναι απλά διαφορετικά και η κάθε χώρα έχει τα συν και τα πλην της”.
Ετσι κι αλλιως εγώ εμένα στις Βρυξέλλες (Βελγίου).
Δεν άρεσε ποτέ η απάντηση μου, δεν κόλλαγε, δεν βόλευε.
Ξανά:
«Δηλαδή? Πού σου αρέσει περισσότερο?»
Θέλανε ματς και νικητής. Ελλάδα ή Γαλλία. Φέτα ή camembert. Ζέστη ή κρύο; Αθήνα ή Παρίσι. Κόκκινο κρασί ή ούζο. Πύργος του Άιφελ ή Επίδαυρος.
Δεν μπορούσα να διαλέξω, ήμουν η ίδια και τα δυο. Ένα περίεργο μείγμα ίσως.
- Δεν ξέρω. Μου αρέσουν και οι δυο χώρες.
(Απογοήτευση από την άλλη πλευρά που ήθελε είτε την Ελλάδα πρωταθλήτρια ή αντίθετα κακές κουβέντες για την Ελλάδα για αγνώστους ψυχολογικούς λόγους για ένα παιδί).
Ως έφηβη, με την αδελφή μου ήμασταν οι «ξένες» του χωριού και τελικά κάναμε παρέα με παιδιά από επίσης άλλες χώρες. Είπαμε να βελτιώσαμε τα ελληνικά μας επιτέλους, διαβάζαμε cosmopolitan και ψάχναμε τις λέξεις στο Ελληνογαλλικό λεξικό… «Συναίσθημα» «Ερωτας», «Πάθος». Τα βιβλία του υπουργείου που μας έκανε η κυρία Μήνα στα ιδιαίτερα μαθήματα ελληνικών κάθε Τρίτη απόγευμα δεν είχαν τέτοιες λέξεις. Είχαμε χάσει πολλά. Μπας και ελληνικοποιηθούμε. Μπας και δεν μας προδίδει η προφορά πια. Θυμάσαι Clio?
Ως ενήλικας, όταν αποφάσισα να έρθω να μείνω στην Ελλάδα στα 24 μου, δήλωσα τη γέννηση μου στο ληξιαρχείο και απόκτησα ελληνική ταυτότητα. Εννοείται ότι δεν άλλαξε τιποτα. Με την προφορά μου και όλη η «ξενότητα» μου κάνανε τις ίδιες ερωτήσεις, κάθε μέρα, στο ταξί από το αεροδρόμιο, στο σουπερμάρκετ, στο μέτρο, στο ασανσέρ, στο κομμωτήριο, στη δουλειά.
Και…
Επεφτε πια βεβαίως και μια τρίτη ερώτηση σχεδόν θυμωμένη πολλές φορές : « γιατί έφυγες; Ήσουν Παρισάρα και έφυγες; Τι κανείς εδώ;».
2008 τότε, ενοχλούσα τελικά. Με μάλωναν. Το Παρίσι πάντως παιδιά δεν είναι για μένα, φταίω δηλαδή; Δεν είναι politically correct να θέλεις με την θέληση σου να έρθεις Ελλάδα σκεφτόμουν μέσα μου. Οκ.
Τότε απάνταγα ανάλογα με παιχνιδιάρικο τρόπο ή απότομα ανάλογα με την διάθεση μου. Αόρατες απαντήσεις ή κάθετες ή με χιούμορ. Κάποιες φορές, άκουγα τον πόνο του άλλου, που θα ήθελε μια άλλη Ελλάδα, πιο έτσι, πιο αλλιώς.
Δεν ήξερα την απάντηση. Δεν ήθελα την απάντηση. Δεν έχω απάντηση.
Δεν υπάρχει καν η ερώτηση «πού ειναι πιο ωραία» ούτε «από πού είσαι;».
Και τα δικά μου παιδιά τώρα είναι μείγμα… και θέλω να βλέπουν κάθε μέρα ότι δεν υπάρχει πιο ωραία κάπου, ότι είναι παντού ωραία αν είναι ωραία το μέσα σου και η παρέα σου.
Δεν είναι ούτε καλύτερο, ούτε χειρότερο άλλου, είναι διαφορετικό, υπάρχουν πολλά πρόσωπα και οπτικές στη γη.
Το «ξένο» είναι μια κοινωνική ψευδαίσθηση.
Προτιμώ το camembert πάντως.
————————————————-
Μια μικρή καλοκαιρινή προσωπική ιστορία για ολα τα παιδιά που νιώθουν ξένα καπου για οποιοδήποτε λόγο, είτε λόγω εθνικότητας, είτε λόγω εμφάνισης, είτε είτε είτε. Δεν υπάρχει ξένο.
Οποίος βλεπει ξένος είναι επειδή δεν έχει επικοινωνήσει ακόμα με κανέναν. Αν δυο άνθρωποι επικοινωνούν αλήθεια, δεν υπάρχουν χώρες, εθνικότητες, θρησκείες πια. Υπάρχει ανθρωπιά.